Όσοι νέοι μιλάμε με τους μεγαλύτερους για τα πολιτικά της χώρας, ακούμε συχνά ότι πέρασε η εποχή των μεγάλων ηγετών. Η άποψη αυτή προέρχεται από τις εποχές που ο κόσμος ταυτιζόταν πολύ περισσότερο με την πολιτική εξουσία και ήταν πολύ πιο ένθερμα δραστήριος στα κοινά. Έτσι, ρωτάμε: λείπουν πράγματι οι μεγάλοι ηγέτες από την τωρινή πολιτική ζωή ή είναι αυτό ένα σφάλμα αντίληψης των παλαιότερων γενεών;
Βλέποντας το θέμα από μεριάς ψυχολογίας, είναι λογικό να υπάρχουν νοσταλγικά αισθήματα προς τις παλαιότερες εποχές και τους πολιτικούς τους. Η Ελλάδα που έχει βασανιστεί από την κρίση, τα «καλά» της χρόνια φαίνεται να βρίσκονται πίσω της. Έτσι, ο συνδυασμός των θετικών αισθημάτων για το ένδοξο παρελθόν και της νοσταλγίας του ανθρώπου για τη νεότητά του, είναι αναμενόμενο να οδηγήσει στην εξιδανίκευση της τότε εποχής και των ηγετών της. Βέβαια, η εξιδανίκευση αυτή έχει να κάνει και με την ωριμότητα με την οποία βιώνεται η κάθε εποχή. Κάποιος που πέρασε την μεταπολίτευση σε μικρή ηλικία έβλεπε τους τότε πολύ μεγαλύτερους του ηγέτες να φέρνουν τη χώρα σταδιακά προς τη Δημοκρατία. Τώρα όμως βλέπει τους πολιτικούς να είναι σε παρόμοια ηλικία μαζί του και είναι λογικό να ανθρωποποιεί αντί να εξιδανικεύει.
Παραμερίζοντας, όμως, την ψυχολογική πλευρά των πραγμάτων, χρήσιμο είναι να αναλογιστούμε και τα χαρακτηριστικά της κάθε εποχής. Η εποχή των μεγάλων ηγετών ήταν πολύ διαφορετική από την τωρινή. Υπήρχε μια μεγάλη έλλειψη πολιτικής σταθερότητας και η ατμόσφαιρα ήταν εκρηκτική. Αν πάρουμε την Μεταπολίτευση, τότε το σύνθημα ήταν «Καραμανλής ή τανκς» και έπειτα το μεγάλο στοίχημα ήταν η αλλαγή που έφερνε ο Ανδρέας Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ. Σε αυτά τα δύο πολύ κομβικά σημεία της ιστορίας είναι λογικό οι δύο αυτοί άνδρες να είχαν να αντιμετωπίσουν καταστάσεις στις οποίες έπρεπε να δείξουν ολόκληρο το εύρος των ηγετικών τους ικανοτήτων. Άρα, το γεγονός ότι αυτοί και κάποιοι επόμενοι ηγέτες βρίσκονται ψηλά στο μυαλό μας, ενώ οι νεότεροι όχι, ίσως είναι κάτι το αίσιο, γιατί μας υπενθυμίζει ότι η εποχή μας είναι καιρός κοινωνικής σταθερότητας και όχι διαίρεσης.
Βεβαίως, μπορεί να ηρέμησε η κατάσταση στην κοινωνία αλλά όχι και τα προβλήματα. Βασικό παράδειγμα είναι η οικονομική κρίση. Εκεί ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για μια κατάσταση που είχαμε κρύψει κάτω από το χαλί. Η οικονομία έσκασε μαζί και με την οικονομική κρίση του 2008 και πολλές από τις επόμενες κυβερνήσεις υπονομεύτηκαν, κάποιες δικαίως και άλλες αδίκως. Έτσι, παρά το ελαφρυντικό ότι προϋπήρχαν οι συνθήκες της κρίσης αλλά και το ότι οι εταίροι ήταν δυσαναλόγως ανάλγητοι προς την Ελλάδα, η εγχώρια πολιτική υποβαθμίστηκε ριζικά στα μάτια της κοινωνίας. Αυτό οδήγησε στην απαξίωση του ρόλου της πολιτικής στην κοινωνία και, κυρίως, της θέσης των πολιτικών στο σύγχρονο κόσμο. Αν συνδυάσουμε αυτό, με το ότι η ένταξη της Ελλάδας σε υπερεθνικούς οργανισμούς (ΕΕ και ΝΑΤΟ) και η κρίση συχνά προσφέρει στους τωρινούς πολιτικούς ηγέτες μικρότερη ελευθερία κινήσεων, τότε είναι σαφώς περιορισμένη η δυνατότητα τους να εμφανισθούν ως ηγέτες.
Συνεπώς, έχουν χαθεί οι μεγάλοι ηγέτες; Σε καμία περίπτωση. Η 50ετής πορεία της μεταπολίτευσης έχει ανακινήσει τόσο τα πράγματα, που δεν είναι δίκαιο, ούτε και χρήσιμο να συγκρίνουμε πολιτικούς διαφορετικών εποχών. Γι’ αυτό, χρειάζεται μια αναθεώρηση στο τι θα πει ηγέτης στην Ελλάδα του 2024. Οι πολιτικοί της εποχής μας αντιμετωπίζουν μια κοινωνία η οποία όλο και περισσότερο ξεφεύγει από την ιδεολογική διαίρεση (αριστερά – δεξιά) και απαιτεί αντ’ αυτού την αποτελεσματικότητα της πολιτικής ηγεσίας στο να επιλύσει τα προβλήματά της. Πέρα από την επίλυση προβλημάτων, ωστόσο, οι ηγέτες του μέλλοντος έχουν ένα μεγάλο χρέος προς τη χώρα και αυτό είναι να αποδράσει η Ελλάδα από τη λογική των χαμηλών προσδοκιών και να επιστρέψει στην αισιοδοξία. Όσοι φέρουν πίσω την αισιοδοξία και τη συμμετοχή στα κοινά θα είναι οι ηγέτες που χρειαζόμαστε.