Πρόσφατη έκθεση του οργανισμού των «Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα» έδειξε ότι, όσον αφορά την ελευθερία του τύπου, η Ελλάδα βρίσκεται στην 70η θέση παγκοσμίως με την κατάστασή της να κρίνεται προβληματική. Είναι αδύνατον να υπερβάλλει κανείς για τη σημασία ενός σωστά δομημένου και ηθικού Τύπου, για όλες τις κοινωνίες αλλά κυρίως για τις δημοκρατικές. Οπότε, παράλληλα με την καθολική και διεθνή κρίση που βιώνει η δημοσιογραφία τη σύγχρονη εποχή, χρήσιμο είναι να αναλύσουμε την κατάσταση και να δούμε αν η δημοσιογραφία στην Ελλάδα, συγκεκριμένα, περνάει κρίση.
Η εξέλιξη της τεχνολογίας και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έφεραν πολλές προκλήσεις για τη δημοσιογραφία παγκοσμίως. Ένα βασικό πρόβλημα αποτελεί η αδυναμία των ΜΜΕ να είναι κερδοφόρα σε ένα ηλεκτρονικό περιβάλλον, όπου οι περισσότερες υπηρεσίες παρέχονται δωρεάν. Πάνω σε αυτή τη βάση, δημοσιογράφοι οι οποίοι γράφουν με σεβασμό προς τον κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας, υπολείπονται σε δημοφιλία σε σχέση με ερασιτέχνες δημοσιογράφους ηλεκτρονικών σελίδων, οι οποίοι με παραπλανητικούς τίτλους, με αβάσιμες πληροφορίες και με υλικό προσανατολισμένο στη συναισθηματική φόρτιση όχι την πληροφόρηση, κυριαρχούν στο ίντερνετ. Άρα, το ηλεκτρονικό περιβάλλον είναι εχθρικότερο προς τους επαγγελματίες δημοσιογράφους, από ό,τι προς τους ερασιτέχνες.
Οι ειδησεογραφικοί σταθμοί έχουν παρόμοια μοίρα. Τα μεγάλα ειδησεογραφικά σάιτ χάνουν πολύ έδαφος, από τις ηλεκτρονικές ερασιτεχνικές σελίδες και μπλογκ. Εδώ φαίνεται η επίσης παγκόσμια τάση των ανθρώπων, να αμφισβητούν τα συστημικά μίντια έναντι των ερασιτεχνικών. Αυτό βασίζεται τόσο σε βάσιμες όσο και αβάσιμες κατηγορίες κατά των μεγάλων ειδησεογραφικών σταθμών. Από τη μία, κάθε χρήστης του διαδικτύου μπορεί να σκαρφιστεί ένα ψέμα, να ανεβάσει μια φήμη και να το κάνει (είτε λόγω άγνοιας είτε λόγω υστερόβουλων κινήτρων) χωρίς το απαραίτητο φιλτράρισμα στο οποίο θα υπέβαλλε ένας σεβαστός δημοσιογράφος τον εαυτό του. Από την άλλη, καθημερινοί χρήστες έχουν αποκαλύψει πράγματα, τα οποία τα συστημικά ΜΜΕ προσπάθησαν να αποσιωπήσουν. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν το γεύμα του πρωθυπουργού στην Ικαρία και του περιστατικού υπερβάλλουσας αστυνομικής βίας στη Νέα Σμύρνη (στην οποία μάλιστα η αρχική κάλυψη μιλούσε για επίθεση 30 κατοίκων εναντίων των αστυνομικών!).
Σε μία γενικότερη κρίση της δημοσιογραφίας, ωστόσο, η Ελλάδα κρίνεται ειδικότερα προβληματική και, δυστυχώς, βάσιμα.
Αυτή τη στιγμή, είναι δυνατόν κάποιος να ανοίξει την τηλεόρασή του και να πιστέψει ότι στη χώρα μας θριαμβεύσαμε κατά του κορωνοϊού. Αυτό, πέρα από τον αληθινό θρίαμβο εναντίων του πρώτου κύματος, πλέον είναι πέρα ως πέρα ψευδές. Κανείς ορθολογικός άνθρωπος δεν θα αναφερόταν σε επιτυχία της Ελλάδας κατά της πανδημίας, πόσο μάλλον για θρίαμβο. Άρα, τέτοιες διατυπώσεις, εφόσον έρχονται σε ρήξη με την αλήθεια, αποτελούν προπαγάνδα υπέρ της κυβέρνησης. Σκληρή κατηγορία, η προπαγάνδα. Διατυπώνεται, όμως, πολύ πιο εύκολα, όταν ερχόμαστε στο θέμα των τεράστιων κονδυλίων που (έμμεσα ή άμεσα) δόθηκαν στα κανάλια από την κυβέρνηση (τη λεγόμενη λίστα Πέτσα και τις λοιπές χρηματοδοτήσεις που ακολούθησαν). Πώς να μην κλονίζεται η εμπιστοσύνη του κόσμου, λοιπόν, όσον αφορά τα ΜΜΕ; Πώς να μην μιλήσει κάποιος για διαφθορά;
Και κάπου εδώ ψάχνουμε φταίχτες. Ναι, φταίνε όσοι δημοσιογράφοι αδιαφορούν και καταπατούν τον κώδικα δεοντολογίας τους. Αλλά δεν φταίνε μόνο αυτοί. Παρά τις όποιες ενστάσεις πολλοί έχουμε κατά του Στέφανου Χίου, ο δημοσιογράφος υπήρξε θύμα απόπειρας δολοφονίας. Λίγο καιρό μετά, ο Γιώργος Καραϊβάζ δολοφονείται. Πώς να απαιτούμε την πλήρη ακεραιότητα των δημοσιογράφων, όταν αυτοί απειλούνται; Ναι, εδώ δικαιούμαστε να κατηγορήσουμε τη δικαιοσύνη, που δεν τους προστάτευσε ή πού δεν βρήκε, τουλάχιστον, τους δράστες. Όμως πέρα από το να κουνάμε το δάχτυλο σε όλους τους άλλους, καλό είναι να θυμηθούμε και τη θέση μας. Δεν μένουμε άμοιροι των ευθυνών μας. Έχουμε δεχτεί όλες αυτές τις παραβάσεις, χωρίς να εναντιωθούμε, χωρίς να θυμώσουμε και χωρίς να απαιτήσουμε μια καλύτερη ενημέρωση. Αφήσαμε τα μέσα ενημέρωσης μας, να είναι γεμάτα με συγκρούσεις συμφερόντων, από τους μεγαλοϊδιοκτήτες που τα κατέχουν, ως τους δημοσιογράφους και τις προσωπικές τους σχέσεις με άτομα της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Αφήσαμε «ανεξάρτητα» κανάλια να κάνουν προπαγάνδα και να αδιαφορούμε, γιατί: «δεν τους ξέρεις μωρέ; Πάντα με αυτούς ήτανε». Και ενώ συμπολίτες μας έχαναν τη ζωή τους από τη νέα αυτή νόσο, επιτρέπαμε στα κανάλια να μην κάνουν την απαραίτητη κριτική ή να αποκαλύπτουν την αλήθεια για όσα λάθη γινόταν.
Δεν δικαιούμαστε, λοιπόν, να απαιτούμε τα πράγματα να αλλάξουν, με εμάς να μένουμε ανενεργοί. Σημαντικότερα, δεν μπορούμε να συμβιβαστούμε με την κατάντια της ελληνικής ενημέρωσης και δημοσιογραφίας. Γιατί μια φθαρμένη ενημέρωση, φέρνει μια σηπτική δημοκρατία. Οπότε, στο όνομα αυτής και με σεβασμό στον αγώνα των εναπομεινάντων ηθικών δημοσιογράφων, καιρός είναι να απαιτήσουμε τις εξηγήσεις για όλα τα περιστατικά που ευτέλισαν τόσο την ελληνική δημοσιογραφία όσο και την αξιοπρέπειά μας, ως περήφανοι δημοκρατικοί πολίτες.