Το δημόσιο σύστημα υγείας και η πανδημία

Το ΕΣΥ ήταν από τις θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις της πρώτης διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, μετά το 1981, και θα έλεγα πως ήταν η μεγαλύτερη κοινωνική κατάκτηση της περιόδου εκείνης. Από τότε πέρασαν πολλές ηγεσίες στο υπουργείο υγείας, διαφόρων κομματικών αποχρώσεων, οι οποίες αντί να βελτιώσουν τις δομές και τις λειτουργίες του συστήματος, (εξαιρώντας την προσπάθεια του Αλέκου Παπαδόπουλου που άλλαξε τις αναποτελεσματικές δομές διοίκησης) αναλώθηκαν στην καλύτερη, σε εμβαλωματικές πολιτικές και στην χειρότερη, σε εδραίωση της κομματικοκρατίας και της αδιαφάνειας, αδιαφορώντας για τις πραγματικές ανάγκες των πολιτών.

Το 2020, και για μια διετία περίπου, το δημόσιο σύστημα υγείας, εξαιτίας της πανδημίας, δέχτηκε μία πρωτοφανή πίεση. Το σύστημα άντεξε όχι λόγω της ετοιμότητας από πλευρά της πολιτείας αλλά λόγω της φιλοτιμίας και υψηλής αίσθησης καθήκοντος του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού. Παρά την αντοχή του, αποκαλύφθηκε πλήρως η  υποστελέχωση, η ανεπάρκεια σύγχρονου τεχνολογικού εξοπλισμού και η πλήρης έλλειψη επιχειρησιακής ετοιμότητας σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης. Αν σε όλα αυτά προστεθούν οι τεράστιες ιδιωτικές δαπάνες υγείας και το βάρος του ασφαλιστικού συστήματος, τότε καταλαβαίνει κανείς πως είναι αδήριτη ανάγκη να υπάρξει μία συνολική πολιτική πρόταση. Πιο συγκεκριμένα, μια πρόταση που να διαμορφώνει ένα σύγχρονο δημόσιο σύστημα υγείας το οποίο θα εξασφαλίζει την καθολική και ισότιμη πρόσβαση όλων των πολιτών, καθώς και την οικονομική βιωσιμότητα του, μέσω εξορθολογισμού των δημόσιων δαπανών για την υγεία.

Οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις

Μια μεταρρύθμιση για να επιτύχει θα πρέπει να βασίζεται σε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο που να αγγίζει τη διοικητική δομή, την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας και τις υφιστάμενες υλικοτεχνικές υποδομές.

Οι διοικήσεις των νοσοκομείων θα πρέπει να αποκτήσουν πιο ευέλικτο και διαχειριστικό ρόλο με δυνατότητα κατάρτισης ισολογισμών και δυνατότητα προσλήψεων με λιγότερες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Αν και σκοπός του κειμένου αυτού δεν είναι να εξειδικεύσει απόλυτα λύσεις, ένα μοντέλο διοίκησης των νοσοκομειακών μονάδων θα μπορούσε κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις να είναι το μοντέλο διοίκησης των νοσοκομείων Παπαγεωργίου και Ωνασείου, που μπορεί να παρακολουθεί διαφόρους δείκτες παραγωγικότητας και φυσικά να υπόκειται στον έλεγχο των υγειονομικών περιφερειών εξασφαλίζοντας το δημόσιο χαρακτήρα του. Βασικότερο όλων, όμως, αποτελεί η αξιοκρατική επιλογή των στελεχών της διοίκησης με διεθνείς αδιάβλητους διαγωνισμούς, χωρίς κομματικές εξαρτήσεις.

Η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας παρά τις πολλές νομοθετικές πρωτοβουλίες, εξακολουθεί να μην μπορεί να έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο θεσμός του προσωπικού γιατρού (ειδικότητας γενικής ιατρικής και παθολογίας) είναι ο σημαντικότερος κρίκος της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. Όμως σε μία χώρα σαν την Ελλάδα, που έχει πλήθος ιατρών πολλών ειδικοτήτων, είναι απαραίτητο οι γιατροί αυτοί, εκτός των γενικών γιατρών και παθολόγων, να συμμετέχουν στην αλυσίδα της πρωτοβάθμιας και έτσι όλοι οι πολίτες να μπορούν να απολαμβάνουν μια ολοκληρωμένη παροχή υγείας.

Τέλος, η πολυδιαφημιζόμενη ψηφιακή μετάβαση, παρά την επέκταση της ηλεκτρονικής  συνταγογράφησης, εξακολουθεί να προχωράει με αργούς ρυθμούς. Ο ηλεκτρονικός φάκελος των ασθενών χρησιμοποιείται ελάχιστα στην καθημερινή πρακτική και η τηλεϊατρική, που λόγω της γεωγραφικής ποικιλομορφίας της χώρας μας έπρεπε να έχει αναπτυχθεί πλήρως, έχει εφαρμοστεί ελάχιστα. Το ταμείο ανάκαμψης ήταν μια μοναδική ευκαιρία για την πλήρη ψηφιοποίηση των νοσοκομείων, την οποία ως χώρα, όμως, δεν την εκμεταλλευθήκαμε.

Η (υπό-)στελέχωση των νοσοκομείων

Όλες αυτές οι μεταρρυθμίσεις είναι απαραίτητες αλλά πολύ πιο καίρια είναι η προστασία και εξέλιξη του ανθρώπινου παράγοντα στα νοσοκομεία μας: το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό.

Στον τομέα αυτό, η χώρα μας διακρίνεται από μια παραδοξότητα. Έχει τους περισσότερους γιατρούς ανά 1000 κατοίκους στην Ευρώπη και παρά ταύτα χιλιάδες κενές οργανικές θέσεις. Είναι πλέον πασιφανές πως μια ολοκληρωμένη μελέτη για τις ανάγκες του πληθυσμού, τι ειδικότητες χρειάζονται και σε ποιες περιοχές, ανάλογα με γεωγραφικά και δημογραφικά στοιχεία, είναι παραπάνω από επιβεβλημένη. Αυτό το σχέδιο, θα πρέπει να συνδυαστεί με την αλλαγή του τρόπου εισαγωγής των νέων ιατρών στην ειδικότητα με εξετάσεις πανελλαδικού τύπου που θα διασφαλίζουν την αξιοκρατία. Αν σε όλα αυτά προστεθεί και η ενεργοποίηση των εταιρειών των ειδικοτήτων (πχ ελληνική εταιρεία καρδιολογίας) στα θέματα εκπαίδευσης, θα εξασφαλιζόταν μια ποιοτική δια βίου εκπαίδευση των ιατρών στην χώρα μας.

Η υποστελέχωση των νοσοκομείων δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με ευέλικτες σχέσεις εργασίας γιατί με αυτόν τον τρόπο, σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, ναρκοθετείται ο δημόσιος χαρακτήρας του συστήματος υγείας. Απαιτούνται γενναίες παρεμβάσεις σε οικονομικά κίνητρα καθώς και κίνητρα ανέλιξης και εξέλιξης του επιστημονικού προσωπικού των νοσοκομείων. Μία πρωτοποριακή πρόταση θα μπορούσε να ήταν η χρηματοδότηση των σπουδών των φοιτητών ιατρικής στις ελληνικές ιατρικές σχολές (ένα κλιμακωτό επίδομα ανάλογα με το έτος φοίτησης) με την υποχρέωση ότι οι απόφοιτοι θα υπηρετήσουν  το δημόσιο σύστημα υγείας για ένα χρονικό διάστημα (πενταετία τουλάχιστον) μετά το πέρας της ειδικότητας τους.

Παράλληλα, θα πρέπει να δοθεί έμφαση στη δημιουργία νέων ιατρικών υποειδικοτήτων  όπως είναι και αυτές της γηριατρικής, της λοιμωξιολογίας, υποειδικοτήτων της παιδιατρικής, της κοινωνικής ιατρικής, έτσι ώστε να αντιμετωπιστούν οι σύγχρονες ανάγκες του πληθυσμού. Ενώ, όπως τονίσθηκε παραπάνω, η χώρα έχει τους περισσότερους γιατρούς στην Ευρώπη, οι νοσηλευτές είναι οι λιγότεροι στην Ευρώπη. Το εξαντλητικό ωράριο και οι πενιχρές αποδοχές έχουν εξουθενώσει το νοσηλευτικό προσωπικό με αποτέλεσμα πολλές πρόωρες συνταξιοδοτήσεις. Συνεπώς απαιτείται άμεση πρόσληψη χιλιάδων νοσηλευτών, σημαντικός περιορισμός μετατάξεων σε άλλες θέσεις δημοσίου, αναβάθμιση μισθολογική, δημιουργία νέων σχολών ανώτατης εκπαίδευσης νοσηλευτικής και αύξηση του αριθμού των εισακτέων σε αυτές.

Η αναγέννηση του ΕΣΥ απαιτεί ισχυρή πολιτική βούληση και ευρύτερη συναίνεση, διαβούλευση και συνεργασία (πολιτείας, επιστημονικής κοινότητας, εργαζομένων, συλλόγων ασθενών και τοπικής αυτοδιοίκησης) και σημαντική αύξηση του ποσοστού του ΑΕΠ για την υγεία.

Συντάκτης

  • Ο Χρήστος Στεφόπουλος είναι ειδικός καρδιολόγος, απόφοιτος ιατρικής σχολής Ιωαννίνων, με ειδίκευση στο Ωνάσειο καρδιοχειρουργικό κέντρο, εξειδίκευση στην προηγμένη υπερηχογραφική απεικόνιση, research fellow (2019-2021) στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ και υποψήφιος ευρωβουλευτής ΠΑΣΟΚ 2024.

    View all posts
Κοινοποιήστε:

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *