Στον απόηχο των συλλαλητηρίων της 28ης Φεβρουαρίου για το αιματηρό δυστύχημα των Τεμπών η παντοδυναμία της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη, δεν έδειξε απλά τις ρωγμές της, αλλά κατέρρευσε πλήρως. Αν και το επικοινωνιακό θαύμα της κυβέρνησης αυτής δεν είναι πλέον εν ζωή, η Νέα Δημοκρατία εξακολουθεί να είναι το ισχυρότερο κόμμα στη χώρα, ενώ η αντιπολίτευση (σύσσωμη!) παραμένει άνευρη, αναλωμένη σε μικροπολιτικές και χωρίς να παρέχει κυβερνητική αντιπρόταση. Πάντως προς απόκριση της δήλωσης της Ντόρας Μπακογιάννη πως «οι κυβερνήσεις δεν πέφτουν από τα συλλαλητήρια»: πέφτουν και παραπέφτουν!

Θα σκέφτεστε, ίσως, κάποιοι, το «πρόσκαιρο θυμικό του λαού» και «μπόρα είναι θα περάσει, θα ξεχαστούν τα Τέμπη και ακόμα και οι νεκροί τους» μέχρι τις επόμενες εκλογές το 2027·άλλωστε η κυβέρνηση προγραμμάτισε στρατηγικά να παραδώσει πληθώρα έργων τότε, από την προέκταση της γραμμής στην Καλαμαριά στο Μετρό Θεσσαλονίκης, μέχρι το flyover, μέχρι τα πρώτα μεγάλα κατασκευαστικά πρότζεκτς στο Ελληνικό, μέχρι ακόμα και την εξυγίανση του σιδηροδρομικού δικτύου σε όλη την επικράτεια . Όλα έργα για των οποίων την ολοκλήρωση έπαιξε καίριο ρόλο η Νέα Δημοκρατία, ενώ προγραμμάτισε -διόλου τυχαία- να παραδοθούν λίγο πριν τις επόμενες αναμενόμενες κοινοβουλευτικές εκλογές ώστε να ελέγξει τις θετικές κριτικές και να δημιουργήσει έναν ευμενή πολιτικό ιμπρεσσιονισμό στο εκλογικό σώμα. Τι και αν δημοσκοπικά η GPO δείχνει την ΝΔ στο 23,1 %, η MRB στο 20%, είναι γνωστό πως οι πολιτικές διαθέσεις αλλάζουν και πως ο λαός αποφασίζει τι θα ψηφίσει συνήθως τους τελευταίους μήνες, αν όχι μέρες, πριν τις εκλογές (και αυτό εφόσον αποφασίσει να σεβαστεί την συνταγματική του υποχρέωση και παραστεί στα εκλογικά κέντρα ώστε να ασκήσει το εκλογικό καθήκον του). Είναι όμως έτσι απλά τα πράγματα;

Η αποδόμηση του φαινομένου Μητσοτάκη δεν πηγάζει αμιγώς από την ειδεχθή υπόθεση των Τεμπών, αν και πράγματι οφείλεται σε τεράστιο βαθμό στην βαθύσκιωτη αντιμετώπιση του δυστυχήματος από την κυβέρνηση. Πράγματι η λαϊκή αντικυβερνητική οργή επικεντρώνεται στα Τέμπη. Τί σημαίνουν όμως τα Τέμπη; Πιθανότατα το πολυπληθέστερο συλλαλητήριο στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους, το συλλαλητήριο της 28ης Φεβρουαρίου δεν ήταν απλά εθιμική κηδεία, ούτε μνημόσυνο. Ο κόσμος δεν βγήκε αθρόα να κλάψει, ούτε μόνον συμβολικά να θρηνήσει. Άλλωστε μία διαδήλωση δεν είναι κατ’ εξοχήν εκδήλωση πένθους, άσχετα που το πένθος μπορεί να συνιστά στοιχείο της. Ο κόσμος βγήκε να δείξει το μένος του για την φερόμενη (πλέον φαινόμενη: προσωπική γνώμη του γράφοντος χωρίς να επιδιώκει να ερμηνεύσει προεξοφλητικά την δικαιοσύνη) εμπλοκή της εκτελεστικής εξουσίας στις διαδικασίες της δικαστικής. Για την αίσθηση διόγκωσης του παρακράτους. Για το οριακό και πρωτόγονο «περί δικαίου αίσθημα» το οποίο ασφυκτιά βαλλόμενο. Μέσα σε όλα αυτά, σε ένα γενικευμένο κλίμα αμφισβήτησης της κυβέρνησης, βρίσκει δίοδο εκτόνωσης και η απελπισία των Ελλήνων που βιώνουν, αβέβαιοι για το μέλλον, μία προοδευτική συρρίκνωση του πραγματικού τους εισοδήματος τα τελευταία χρόνια.

Τόσο τα Τέμπη όσο και το υπόλοιπο του «λογαριασμού» βαραίνουν συλλογικά την διακυβέρνηση Μητσοτάκη. Τα στοιχεία και για την κατάσταση του κράτους δικαίου στην χώρα (ενδεικτική η “Human Rights and Democracy in the World and the European Union’s Policy on the Matter – Annual Report 2024” του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου) όσο και για την εξαύλωση της αγοραστικής δυνατότητας των Ελλήνων βάσει της Ενδιάμεσης Έκθεσης για την Οικονομία που δημοσίευσε το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, καταδεικνύουν πως η λαϊκή μομφή δεν πρόκειται ούτε για κάποια μορφή φανατισμού, ούτε υστερίας, αλλά έχει έρεισμα σε ρεαλιστικά προβλήματα, μετρήσιμα, ενώπιων των οποίων το κυβερνών κόμμα τουλάχιστον εθελοτυφλεί.

Η εναλλακτική του αύριο; Μα δεν υφίσταται κραταιά αντιπολίτευση. Η αξιωματική αντιπολίτευση του ΠΑΣΟΚ δεν έχει πείσει την πλειοψηφία, δεδομένου και του πολιτικού κόστους που επωμίστηκε το κόμμα στο παρελθόν, αλλά και την ιδεολογική γειτνίαση με την Νέα Δημοκρατία υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Τα υπόλοιπα κόμματα απολαμβάνουν ακροαματικότητας αλλά χωρίς να έχουν προκηρύξει σαφείς θέσεις για τα σοβαρότερα προβλήματα της χώρας, προσλαμβάνονται εξ ορισμού ως λύσεις αντιρρητικής οργής και μόνον, άνευ πολιτικής ουσίας και χωρίς να μπορούν να χτίσουν σχέση εκλογικής εμπιστοσύνης που θα τους έδινε το συγκριτικό πλεονέκτημα στις εκλογές.

Δύο είναι οι εναλλακτικές χωρίς κυβερνητική Νέα Δημοκρατία στον παροντικό τουλάχιστον ορίζοντα: Η πρώτη, τα κόμματα του προοδευτικού χώρου να ρίξουν νερό στο κρασί τους και να δημιουργήσουν συνθήκες προοδευτικού μετώπου. Για το κοινό καλό φυσικά να αντιπροτείνουν κατά τις μεταξύ τους διαπραγματεύσεις κοστολογημένες λύσεις, μακριά από καλλωπισμούς και λαϊκιστικολογίες, κάτι στο οποίο έχουν αποτύχει πολύ ηχηρά μέχρι σήμερα. Η δεύτερη, η άνοδος της ακροδεξιάς και της νέας δεξιάς σε όποια μορφή και αν εμφανίζεται αυτή, με ανορθολογικές ασυναρτησίες τύπου «δεν μισούμε αρκετά τους μουσουλμάνους» και «να αναθεωρήσουμε τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών» λες και αυτά θα έχουν καμία ρεαλιστική πολιτική μετάφραση.

Το πολιτικό λοιπόν μέλλον της χώρας, για ιδιότυπους διαφορετικούς λόγους, εμφανίζεται ισάξια αμφίβολο όσο και το μέλλον της διεθνούς πολιτικής σκηνής.

Συντάκτης

  • Ο Θεοχάρης Χατζημανώλης είναι απόφοιτος του διαπανεπιστημιακού μεταπτυχιακού προγράμματος Αριστείας του Europaeum στην Ευρωπαϊκή Ιστορία και τον Πολιτισμό. Είναι απόφοιτος των πανεπιστημίων της Θεσσαλονίκης, του Λάιντεν και της Οξφόρδης. Έχει εργαστεί στον Τηλεοπτικό Σταθμό της Βουλής των Ελλήνων, την έδρα ευρωπαϊκού συνταγματισμού Jean Monnet του ΑΠΘ και έχει λάβει μέρος σε νεανικές πολιτικές δραστηριότητες με θέμα την Ελληνική, Ευρωπαϊκή και Διεθνή Πολιτική.

    View all posts
Κοινοποιήστε:

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *