Τα ντιμπέιτ είναι η ευκαιρία του πολίτη να δει τους πολιτικούς αρχηγούς να αναμετριούνται πρόσωπο με πρόσωπο σε μια οριοθετημένη αρένα. Στο τελευταίο ντιμπέιτ για τις εκλογές του 2023, είχαμε μια αναμέτρηση η οποία κρίθηκε ως αδιάφορη και χωρίς τις συνθήκες πίεσης ενός κανονικού ντιμπέιτ. Έτσι, σε συνδυασμό και με τα ντιμπέιτ των επερχόμενων αμερικανικών εκλογών, γεννιέται το ερώτημα για το εάν αυτά έχουν μια θέση στην πολιτική σκηνή και αν ναι, ποια τα πλεονεκτήματά τους προς την ολοκληρωμένη και ενημερωμένη άποψη του ψηφοφόρου.
Από την μία πλευρά, τα ντιμπέιτ έχουν τη δύναμη να προσφέρουν μια εναλλακτική μορφή αντιπαράθεσης των κομμάτων. Αυτή η εναλλακτικότητα βασίζεται στο γεγονός ότι δεν έχουμε να κάνουμε με μονόπλευρες διαφημίσεις του ενός ή του άλλου κόμματος, με έτοιμες δηλώσεις γραμμένες από επικοινωνιολόγους και «στημένες» συνεντεύξεις σε δημοσιογράφους ή δημοσιογραφικούς σταθμούς που πρόσκεινται σε κάποιο κόμμα ή ιδεολογία. Αντ’ αυτού οι τηλεμαχίες αυτές δείχνουν πώς οι πολιτικοί αρχηγοί μπορούν να υπερασπιστούν τα εκάστοτε πολιτικά τους προγράμματα όταν αυτά κρίνονται σε πραγματικό χρόνο από τους αντιπάλους τους. Ακόμη, τα ντιμπέιτ αποτελούν ευκαιρία για μία μάχη επί ίσοις όροις. Αυτό συμβαίνει, διότι κόμματα μικρότερου οικονομικού προϋπολογισμού μπορούν να αδράξουν την ευκαιρία και να πείσουν για το πρόγραμμά τους χωρίς να έχουν τη διαφημιστική ισχύ των μεγαλύτερων κομμάτων. Κατά αυτόν τον τρόπο, μπορεί να εξαλειφθούν τα εμπόδια δημοτικότητας και να ανακινηθεί το πολιτικό σκηνικό.
Από την άλλη πλευρά, τα ντιμπέιτ δικαίως δεν έχουν μεγάλη έκθεση στην πολιτική σκηνή. Ένα βασικό επιχείρημα εναντίων τους είναι ο εντοπισμός του νικητή μιας τέτοιας αναμέτρησης. Συνήθως, νικητής δε στέφεται ο πολιτικός αρχηγός με το καλύτερο πρόγραμμα αλλά ο καλύτερος στη λογομαχία. Γι’ αυτό τον λόγο, δεν πρέπει να παίρνουμε τοις μετρητοίς πάντα τον νικητή του ντιμπέιτ, διότι δεν ψάχνουμε ρήτορες που δείχνουν πόσο ετοιμόλογοι είναι, αλλά ηγέτες που θα μας οδηγήσουν στο μέλλον. Κατά αυτόν τον τρόπο πολλές φορές κερδίζουν οι επικλήσεις στο συναίσθημα και οι έξυπνες ατάκες, που αποπροσανατολίζουν από τα πραγματικά μηνύματα των πολιτικών αρχηγών. Τέλος, σύμφωνα με το Harvard Business Review, τα ντιμπέιτ, δεν έχουν επίδραση στο εκλογικό κοινό παρά μόνο σε ένα μικρό ποσοστό των ψηφοφόρων.
Συνεπώς, φαίνεται ότι η χρησιμότητα των ντιμπέιτ δεν είναι αναμφισβήτητη άλλα υπάρχουν βάσιμες ανησυχίες για το εάν αυτά είναι χρήσιμα. Μολονότι είναι δύσκολο να βγάλουμε το συναισθηματισμό από αυτά, όπως επίσης δεν υπάρχει τρόπος (ούτε και λόγος) να αυξήσουμε την πειθώ τους προς τους θεατές, μπορούμε να τα βελτιώσουμε, με μία απλή αλλαγή: την εισαγωγή fact-checkers (ανθρώπων που ελέγχουν την εγκυρότητα των λεχθέντων των πολιτικών αρχηγών) στη διαδικασία των ντιμπέιτ. Με αυτόν τον τρόπο, οι αναμετρήσεις αυτές θα αντικατοπτρίζουν περισσότερο την αλήθεια και θα ασχολούνται περισσότερο με γεγονότα, δίνοντας στους πολίτες μια πιο ειλικρινή ματιά στους αρχηγούς και τα κόμματα που πρεσβεύουν. Ένα επιπλέον προνόμιο αυτής της αλλαγής είναι ότι τα ντιμπέιτ μπορεί να γίνουν λιγότερο αρεστά σε κάποιους πολιτικούς αρχηγούς και αυτό ίσως να μας δώσει και μια άλλη οπτική, στο αν αυτοί αποστρέφονται το θεσμό ή την αλήθεια.
Καταληκτικά, τα ντιμπέιτ μπορούν να αλλάξουν προς το καλύτερο αλλά πάλι δεν θα δίνουν ολόκληρη την εικόνα των υποψηφίων. Πρέπει λοιπόν να αντιμετωπίζονται ως εργαλεία μιας γενικότερης απόφασης ψήφου. Ακόμα και με την εισαγωγή των fact-checkers, τα ντιμπέιτ δεν θα γίνουν κυρίαρχα, μιας και τα κόμματα μέσω των διακομματικών ποτέ δεν θα συμφωνούν στην ανάληψη μεγάλων επικοινωνιακών ρίσκων. Επομένως, όσο οι διακομματικές άρχουν των ντιμπέιτ και όχι η λαϊκή απαίτηση, θα γίνονται σπανιότερα και πιο αποστειρωμένα. Αν, φυσικά, ο λαός απαιτήσει οι τηλεμαχίες να γίνονται, μπορούν να γίνουν και με τον σωστό τρόπο.
Πηγές: