Τα δημοψηφίσματα είναι μια πολύ σπάνια διαδικασία. Στην Ελλάδα, τα τελευταία 40 χρόνια, έχει γίνει μόνο ένα δημοψήφισμα, αυτό του 2015. Γενικά, τα δημοψηφίσματα αφορούν πολύ σημαντικές εθνικές αποφάσεις, τις οποίες παίρνει άμεσα ο λαός, μέσω της ψήφου του. Πολλές αντιδράσεις υπήρξαν στη χώρα μας για το δημοψήφισμα του ’15 και δεν είναι πρόβλημα που απασχόλησε μόνο τον Ελληνικό λαό αλλά και τον βρετανικό με το πρόσφατο Brexit. Άρα, λόγω της σύγχρονης τους δημοτικότητας, χρήσιμο είναι να αναλύσουμε αν, και σε τι βαθμό, πρέπει αυτά να τελούνται.

Αναμφίβολα, η διαδικασία των δημοψηφισμάτων έχει θετικές πτυχές. Μέσω δημοψηφίσματος εδραιώθηκε η Δημοκρατία στην Ελλάδα και απεμπολήθηκε η βασιλεία, γεγονός που καταδεικνύει την ιστορική σημασία των δημοψηφισμάτων. Επιπλέον, τα δημοψηφίσματα επιτρέπουν στον λαό να αποφασίσει για ένα θέμα με τον πλέον άμεσο τρόπο, χωρίς το αίτημά του να χάνεται ή να αραιώνεται στη γραφειοκρατία των βουλευτικών διαδικασιών. Κατά αυτόν τον τρόπο, δεν κινδυνεύει η απόφαση του λαού από την ύπαρξη κομματικών γραμμών και συμφερόντων, που πιθανόν θα επηρέαζαν τους βουλευτές.

Αυτή η καθαρότητα του αιτήματος, ωστόσο, απέχει από την πραγματικότητα. Λαμπρό παράδειγμα αποτελεί το δημοψήφισμα των Βρετανών για την αποχώρηση από την Ε.Ε. Ενώ οι βρετανοί ψήφισαν την έξοδο από αυτήν, ήταν αδιευκρίνιστος ο τρόπος με τον οποίο θα γινόταν κάτι τέτοιο. Έτσι, δημιουργήθηκαν πολλά σενάρια για το πώς θα λειτουργήσει το Brexit, τα οποία όμως προήλθαν από πολιτικές διαβουλεύσεις, διαπραγματεύσεις και όλη τη γραφειοκρατία την οποία ένα δημοψήφισμα έχει σκοπό να αποφύγει. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν η αποχώρηση τους από την Ένωση αλλά χωρίς να σημαίνει αυτό, ότι ο τρόπος ήταν αυτός που ζητούσε ο Βρετανικός λαός.

Δυστυχώς, και οι κομματικές γραμμές συνεχίζουν να υπάρχουν στα δημοψηφίσματα. Η διαφορά είναι, ότι στην προκειμένη δεν καλούνται μόνο οι βουλευτές να συνταχθούν με το κόμμα τους αλλά ο λαός ολόκληρος. Και η κομματική επιρροή δεν σταματάει εδώ: πέρα από τη δημοφιλία που φέρνει στη μια ή στην άλλη πλευρά του δημοψηφίσματος ένα κόμμα, υπάρχουν και άλλες παροχές. Τα κόμματα χρησιμοποιούν δικούς τους πόρους για να φτιάξουν ή να χρηματοδοτήσουν την καμπάνια υπέρ του ενός ή του άλλου αποτελέσματος. H αποφυγή ανάμειξης ενός μεγάλου κόμματος στο δημοψήφισμα είναι επίσης καθοριστική για το αποτέλεσμα. Πολλοί κατηγορούν την έλλειψη αποφασιστικότητας του εργατικού κόμματος, όσον αφορά το δημοψήφισμα, για την επικράτηση του Brexit.

Συνεπώς, τα δημοψηφίσματα είναι σε ορισμένες περιπτώσεις μη ενδεδειγμένα. Τόσο στην περίπτωση του 2015 στην Ελλάδα όσο και του Brexit, δεν ήταν αποφάσεις των οποίων την ευθύνη θα έπρεπε να επωμιστεί ο λαός. Ήταν απλά πολύ περίπλοκα. Στην μια περίπτωση, είχαμε την συμφωνία των δανειστών, της οποίας το περιεχόμενο ήταν κατανοητό μόνο σε όσους ήταν γνώστες οικονομικών, κάτι το οποίο δεν δύναται να αναμένουμε από τον μέσο πολίτη. Στην περίπτωση του Brexit, ήταν ακόμα πιο δύσκολο: πέρα από οικονομικές γνώσεις, απαιτούνταν γεωπολιτικές, κοινωνικοπολιτικές και γνώσεις από μια σωρεία άλλων θεμάτων, το οποίο θα ήταν αδύνατον όχι μόνο για τον μέσο πολίτη αλλά για τον οποιονδήποτε μεμονωμένα να γνωρίζει. Συγχρόνως, και στα δύο δημοψηφίσματα, απαιτήθηκαν μεταγενέστερες διαπραγματεύσεις από τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Σε αυτές, οι πολίτες δεν γνώριζαν τη διαπραγματευτική δύναμη της χώρας τους, εφόσον δεν ήξεραν τι συμβαίνει εντός κεκλεισμένων θυρών. Άρα και στις δύο περιπτώσεις υπήρχε ένα κενό γνώσης και πληροφόρησης των πολιτών, οι οποίοι εκ των πραγμάτων έλαβαν αποφάσεις πάνω σε λειψές βάσεις.

Βεβαίως, όταν ένας άνθρωπος στηρίζεται σε αδύναμες βάσεις για να λάβει μια απόφαση, είναι πιθανό, η απόφαση αυτή να είναι προϊόν παραπλάνησης. Η απλοποίηση δύο εξαιρετικά περίπλοκων θεμάτων σε μια μονολεκτική απάντηση ήταν αναμενόμενο να δημιουργήσει ψεύτικες ειδήσεις και προπαγάνδα. Στην Ελλάδα, η ψήφος του «όχι» είχε παραφραστεί από κάποιους ότι θα σήμαινε έξοδο από την Ευρώπη, κάτι το οποίο εκ των πραγμάτων δεν ίσχυε. Στην Βρετανία υπήρχαν εξίσου πολλά κατευθυνόμενα ψευδή μηνύματα, όπως το γνωστό σλόγκαν των 350 εκατομμυρίων λιρών στο πλάι ενός λεωφορείου.

Τα δημοψηφίσματα, σε τελική ανάλυση, εγκυμονούν πολλούς κινδύνους από μόνα τους και ειδικότερα σε περιπτώσεις περίπλοκων ζητημάτων. Η απόφαση να γίνει ένα δημοψήφισμα συνδέεται συνήθως με έλλειψη πολιτικού θάρρους και αποφασιστικότητας από τους κυβερνώντες, οι οποίοι φορτώνουν την ευθύνη μιας πολιτικά ζημιογόνας ή δύσκολης απόφασης, στον λαό. Σε καμία περίπτωση, βεβαίως, δεν σημαίνει αυτό, ότι ο θεσμός των δημοψηφισμάτων δεν είναι εξαιρετικά σημαντικός για μια δημοκρατία. Σίγουρα δεν σημαίνει ότι δικαιούμαστε να απέχουμε από αυτά, ακόμα και αν αυτά φαίνονται περίπλοκα. Αν πράγματι είναι, ας κάνουμε τα αδύνατα δυνατά για να έχουμε μια ενημερωμένη ψήφο. Γιατί η μερική άγνοια είναι αναμενόμενη, η πλήρης όμως, είναι αδιαφορία.

Κοινοποιήστε:

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *