Μέσα στα πολλά διακυβεύματα και αποτελέσματα αυτών των Ευρωεκλογών, μεγάλο ενδιαφέρον είχε η είσοδος μη πολιτικών προσώπων στην Ευρωβουλή. Αναφέρομαι κυρίως στις περιπτώσεις των διασήμων που κατάφεραν να εκλεγούν χρησιμοποιώντας την τηλεοπτική τους φήμη. Τα ονόματα γνωστά και υπήρχαν σε όλα τα μεγάλα κόμματα: Αυτιάς και Μελέτη στη ΝΔ, Παππάς (μπασκετμπολίστας) στο ΣΥΡΙΖΑ, Αρναούτογλου στο ΠΑΣΟΚ και Αναδιώτης στη Νίκη. Στην κούρσα υπήρχαν κι άλλοι διάσημοι οι οποίοι δεν κατάφεραν να εκλεγούν.
Αυτό που ενώνει τους υποψήφιους αυτούς είναι η μεγάλη τους σχέση με την τηλεόραση. Παρά την σύγκριση που γίνεται μεταξύ αυτής και των social media, είναι λάθος να μην την παίρνουμε υπόψιν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Γιώργος Αυτιάς, ο οποίος χωρίς να έχει προφίλ στις πλατφόρμες κοινωνικών δικτύων, πήρε τις περισσότερες ψήφους πανελλαδικά. Την επιτυχία αυτή την πιστώνουμε τόσο στη δύναμη που έχει η τηλεόραση όσο και στην επίδραση που έχει στους ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας.
Ωστόσο, στην Κύπρο είδαμε και την άλλη πλευρά του νομίσματος. Ο Φειδίας είναι μια διασημότητα που ανελίχθηκε μέσω των κοινωνικών δικτύων και κατάφερε να υπερνικήσει ως ανεξάρτητος υποψήφιος ευρωβουλευτής ολόκληρα κόμματα, κατακτώντας την τρίτη θέση. Ο Φειδίας μας έδειξε το πώς θα εξελιχθεί η πολιτική στο μέλλον: η νέα αρένα είναι τα σόσιαλ μίντια. Εμείς βρισκόμαστε στο μεταίχμιο: από τη μία βλέπουμε τους προέδρους στα πρωινάδικα και από την άλλη τους βλέπουμε στο TikTok.
Για την ώρα, όμως, νικάει η τηλεόραση και ο λόγος είναι απλός: οι ηλικιωμένοι έχουν την πληροφόρηση τους συνυφασμένη με την τηλεόραση και ψηφίζουν πολύ περισσότερο από τους νέους. Συνεπώς καταλαβαίνουμε ότι η αναγνωρισιμότητα είναι καθοριστική για τη νίκη και όσο θα περνάνε τα χρόνια και οι γενιές θα αλλάζουν, αυτή θα επιτυγχάνεται μέσω των πλατφόρμων κοινωνικής δικτύωσης. Οι τηλεπερσόνες δηλαδή θα δώσουν τη σκυτάλη στους ινφλουένσερς.
Το αποτέλεσμα είναι αμφίσημο. Από τη μία, η περίπτωση του Φειδία έφερε νέο κόσμο στις κάλπες, δείχνοντας την επιρροή που έχουν οι πλατφόρμες αυτές στους νέους και στη συμμετοχή αυτών στα κοινά. Από την άλλη, ωστόσο, προάγει ανθρώπους που δεν ξέρουν πώς λειτουργεί η πολιτική (γιατί και αυτή απαιτεί εμπειρία, όπως κάθε άλλος τομέας) και έχουν συχνά δημόσιο πρόσωπο χωρίς την πρέπουσα σοβαρότητα (τα κουτσομπολίστικα σόου και οι φάρσες κάθε άλλο παρά σοβαρά είναι). Αυτά δυστυχώς από κάποιους θεωρούνται αντισυστημικές αρετές· αλλά δεν είναι.
Άρα που καταλήγουμε; Θα γίνει η Τούνη κάποια στιγμή Ευρωβουλεύτρια; Πλέον αυτό είναι κάτι που δεν μπορούμε να αποκλείσουμε πλήρως. Το θέμα τώρα είναι να καταλάβουμε τη δύναμη της αναγνωρισιμότητας και των μέσων αλλά και τα κριτήρια με τα οποία ψηφίζει ο κόσμος. Είναι ο κόσμος αποχαυνωμένος από τα μέσα και γι’ αυτό ψηφίζει τηλεπερσόνες; Θέλει ο κόσμος απλά να ψηφίσει άτομα που προέρχονται εκτός του πολιτικού συστήματος που τους έχει απογοητεύσει; Μένει να φανεί από το αποτέλεσμα που θα φέρουν οι νέοι μας Ευρωβουλευτές για τη χώρα. Έχουμε, συνεπώς, βάλει ένα στοίχημα υπέρ των ινφλουένσερ στην πολιτική. Ας ευχηθούμε να μας βγει ή να σοβαρέψουμε επιτέλους τα κριτήρια της ψήφου μας.