Τις ημέρες πριν την Eurovision αρκετοί ζητούσαν το μποϊκοτάζ της, με αιτιολογία τη συμμετοχή του Ισραήλ. Η διοργάνωση, βέβαια, προσκάλεσε το Ισραήλ γιατί δεν θέλησε, όπως ανέφερε, να πάρει πολιτική θέση. Παρόλα αυτά, μερικά χρόνια πριν απαγόρεψε (και συνεχίζει να απαγορεύει) τη συμμετοχή της Ρωσίας λόγω της εισβολής της στην Ουκρανία. Ίσως να μιλάμε λοιπόν για δύο μέτρα και δύο σταθμά. Διαφορετικές προσεγγίσεις σε κάθε μια από τις δύο εισβολές είδαμε από πάρα πολλά κράτη, όπου αδιαφόρησαν για ένα από τα δύο θέματα ή και για τα δύο.

Η Eurovision, φυσικά, δεν είναι κράτος· είναι ένα θέαμα. Έτσι, παρά τα παρασκηνιακά που συνέβησαν με το Ισραήλ, ο διαγωνισμός παραμένει ένας καθρέφτης της Ευρώπης: ενώ οι περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες ήρθαν σε δύσκολη θέση από τη Ρωσία που έφτασε στην ήπειρό τους, δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για την πολύ μακρινότερη μέση ανατολή. Γι’ αυτό είδαμε ενίσχυση προς την Ουκρανία (αμυνόμενο) και ταυτόχρονη εύνοια ή ανοχή προς το Ισραήλ (επιτιθέμενο). Ομοίως και στο διαγωνισμό που απέκλεισε τη Ρωσία αλλά άφησε το Ισραήλ.

Το θέμα δεν είναι γιατί η Eurovision έκανε ό,τι έκανε αλλά γιατί μας νοιάζει. Τι κερδίζουμε μποϊκοτάροντας ένα διαγωνισμό τραγουδιού; Τι κερδίζουμε από το χασμουρητό «κόλαφος» προς το Ισραήλ της Μαρίνας Σάττι; Τίποτα απολύτως. Η τροπή του πολέμου δεν θα αλλάξει και ζωές θα συνεχίζουν να χάνονται αδίκως. Πολλοί, βεβαίως, το αντιλαμβάνονται αυτό και πάλι ζητούσαν μποϊκοτάζ. Πολλές φορές δεν είναι λόγω της αλλαγής που μπορεί να φέρει μια διαμαρτυρία αλλά για να μπορέσει να ικανοποιήσει ο κόσμος το αίσθημα δικαίου του.

Εδώ έρχεται ένα γενικότερο πρόβλημα, που είναι η κουλτούρα ακύρωσης (cancel culture). Η κουλτούρα αυτή απαιτεί το μποϊκοτάζ εκδηλώσεων, έργων, ανθρώπων κτλ. λόγω διαφωνίας με τα πιστεύω μιας ισχυρογνώμονος ομάδας ανθρώπων. Οπότε, η μάζα του ίντερνετ σε μεγάλη κλίμακα συσπειρώνεται εναντίων ενός «εχθρού». Το πρόβλημα είναι ότι ακυρώνοντας κάποιον χάνεται το επιχείρημά του και κατ’επέκταση το επιχείρημα της άλλης πλευράς. Έτσι, δεν συντελείται ο απαραίτητος διάλογος για να προχωρήσει η κοινωνία μας. Ομολογουμένως, δεν είμαστε πάντοτε στη σωστή πλευρά μιας διαμάχης, κάτι που μπορούμε να καταλάβουμε μόνο ακούγοντας και το αντεπιχείρημα. Σε άλλη περίπτωση κανείς μας δεν αλλάζει γνώμη, με αποτέλεσμα να εντείνονται οι διαφορές μας και να μη βρίσκουμε λύσεις.

Ακόμα και όταν επιβάλλεται η κουλτούρα ακύρωσης από τη «σωστή» πλευρά ενός επιχειρήματος, το πρόβλημα δεν ανατρέπεται, απλώς δεν ακούγεται. Όποιος διαφωνεί με το επιχείρημα της μάζας, φοβάται την ακύρωση και απλώς σιωπά. Το αποτέλεσμα δεν είναι να αλλάζει την άποψή του, απλά να μην την δημοσιοποιεί. Άρα το πρόβλημα γιγαντώνεται γιατί η μια πλευρά οδηγείται στη σίγαση και στην ανελευθερία της έκφρασης, μέχρι που ξεσπάει. Δεν αναφέρομαι στην Παλαιστίνη και στο Ισραήλ εδώ φυσικά, αλλά στους κινδύνους της κουλτούρας ακύρωσης εν γένει.

Τελικά, ο κόσμος μας πάντα θα απαιτεί τη θυσία (ή ακύρωση) ενός εξιλαστήριου θύματος. Δεν θα πω τη Eurovision θύμα αλλά θα την πω έναν περισπασμό από το πραγματικό στόχο, την ειρήνη. Όσο ινφλουένσερς και η μάζα προσπαθούν να ακυρώσουν τρίτους για να κερδίσουν λίγη προσοχή, την προσοχή αυτή την στερούν από τα πραγματικά προβλήματα. Επιδεικνύοντας, λοιπόν, την υψηλή μας «ηθική», παράλληλα τη χάνουμε. Όσο αποσιωπούμε την άλλη πλευρά τόσο σκάβουμε τον λάκκο της κοινωνίας μας. Όπως και να ‘χει, η γενοκτονία των Παλαιστινίων εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας, όσο εμείς συζητάμε για μουσική. Στις 19 Μαΐου θυμόμαστε όλοι οι Έλληνες τη γενοκτονία των Ποντίων, όντας όμως μάρτυρες σε μια νέα. Τη φρικαλεότητα αυτή την έζησαν οι πρόγονοί μας. Γι’ αυτό, δεν μπορούμε να ξεχάσουμε ούτε και να σιωπήσουμε. Ο κόσμος θα προχωρήσει με ή χωρίς την Eurovision αλλά για να το πούμε και μουσικά: χρειάζεται να προχωρεί πάντα «με φωτιά και με μαχαίρι»;

Κοινοποιήστε:

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *